- αποκρέμαμαι
- βλ. αποκρεμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… … Dictionary of Greek
προσαποκρέμαμαι — Α [ἀποκρέμαμαι] κρεμιέμαι ακόμη από κάπου … Dictionary of Greek